Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεφοδιασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

rifornime`nto ~m~ το αεροπλάνο προσγειώθηκε για ανεφοδιασμό==l'aeroplano è atterrato per fare rifornimento | σταθμός ανεφοδιασμού==stazione di rifornimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεφοδιασμένος ανεφοδιαστής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο σταθμός ανεφοδιασμού = stazione [θηλ.] di servizio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---