Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανέφελος  
επίθετο

1 privo di nubi; sere`no; terso ανέφελος ουρανός==cielo privo di nubi
2 ((figurato)) sere`no; feli`ce ανέφελος βίος==vita serena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεφάρμοστος ανέφικτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---