Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανέφικτος  
επίθετο

1 inaccessi`bile
2 ((figurato)) irraggiungi`bile; irrealizza`bile; inattua`bile ανέφικτος στόχος==obiettivo irraggiungibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανέφελος ανεφοδιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---