Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανασταίνομαι
ρήμα αμετάβατο riso`rgere; risuscita`re ο Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη ημέρα==Gesù è resuscitato il terzo giorno | Χριστός Ανέστη!==Cristo è risorto ([formula di augurio pasquale]) ανασταίνω ρήμα μεταβατικό 1 risuscita`re 2 ((popolare)) fare cre`scere; alleva`re τον ανάστησε η γιαγιά του==è stata la nonna a tirarlo su 3 ((figurato)) rianima`re; rinvigori`re; rida`re vita το κρασί αυτό και νεκρούς ανασταίνει==è un vino che farebbe resuscitare pure i morti | ένα ποτηράκι κονιάκ θα σε αναστήσει==un bicchierino di cognac ti rianimerà ανασταίνω ρήμα αμετάβατο festeggia`re la Pa`squa θα πάμε ν' αναστήσουμε στο χωριό==andremo a festeggiare la Pasqua al nostro villaggio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |