Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναστέλλω
ρήμα μεταβατικό 1 interro`mpere; sospe`ndere αναστέλλω τις πληρωμές==sospendere i pagamenti 2 rinvia`re; rimanda`re; posticipa`re οι καθηγητές ανέστειλαν την απεργία==i professori hanno rinviato lo sciopero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |