Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναστατώνομαι
ρήμα παθητικό

1 agita`rsi
2 sbigotti`re
3 turba`rsi

αναστατώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 me`ttere in diso`rdine; me`ttere sottoso`pra; me`ttere a soqqua`dro η αστυνομία αναστάτωσε όλο το σπίτι ψάχνοντας για ναρκωτικά==la polizia ha messo tutta la casa a soqquadro alla ricerca della droga
2 ((figurato)) sconvo`lgere; turba`re; scompiglia`re η είδηση με αναστάτωσε==la notizia mi ha sconvolto | ο πόλεμος αναστάτωσε το συνηθισμένο ρυθμό της ζωής==la guerra ha sconvolto il ritmo di vita normale | αναστατώνω τα σχέδια κάποιου==scompigliare i piani di qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναστατωμένος αναστάτωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---