Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναστήλωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 resta`uro ~m~; ricostruzio`ne ~f~ 2 storia restaurazione del culto delle immagini αναστύλωση ουσιαστικό θηλυκό variante di [αναστήλωση] αναστύλωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αναστύλωση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |