Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναστολέας
ουσιαστικό αρσενικό 1 inibito`re ~m~ 2 represso`re ~m~ αναστολεύς ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αναστολέας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |