Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάστημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

statu`ra ~f~ ((anche in senso figurato)) μετρίου αναστήματος==di media statura | άνθρωπο υψηλού ηθικού αναστήματος==uomo di alta statura morale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναστηλώτρια αναστημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---