Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναστολή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 differime`nto ~m~; sospensio`ne ~f~; rinvi`o ~m~; interruzio`ne ~f~ tempora`nea αναστολή εχθροπραξιών==sospensione delle ostilità
2 dilazio`ne ~f~; pro`roga ~f~ αναστολή πληρωμών==dilazione dei pagamenti
3 diritto condiziona`le ~f~ βγήκε με αναστολή==è uscito con la condizionale | καταδικάστηκε σε έξι μήνες με αναστολή==è stato condannato a sei mesi con la condizionale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναστολεύς αναστομωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---