Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασταλτικός  
επίθετο

che è d'impedimento, d'ostacolo ανασταλτικός παράγοντας==ostacolo; freno; impedimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασταλείς ανάσταση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---