Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανασκουμπώνομαι
ρήμα παθητικό 1 rimbocca`rsi le ma`niche 2 ((figurato)) darsi da fare; rimbocca`rsi le ma`niche; me`ttersi al lavo`ro ανασκουμπώσου, γιατί έχομε πολλή δουλειά μπροστά μας==rimboccati le maniche, perché c'è molto da fare ανασκουμπώνω ρήμα μεταβατικό rimbocca`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |