Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναλγησία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 medicina analgesi`a ~f~
2 ((figurato)) insensibilità ~f~; crudeltà ~f~; incleme`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάλαφρος αναλγησιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---