Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναλαμβάνω
ρήμα μεταβατικό assu`mere; assu`mersi; accetta`re; incarica`rsi αναλαμβάνω καθήκοντα υπουργού==assumere la carica di ministro | δεν έπρεπε να αναλάβεις αυτή την υποχρέωση==non dovevi assumere quell'impegno | αναλαμβάνω την ευθύνη==assumersi la responsabilità αναλαμβάνω ρήμα αμετάβατο γίνομαι καλά ripre`ndersi; ripre`ndere le forze; rime`ttersi (in forze) αρχίζει να αναλαμβάνει σιγά σιγά==comincia pian piano a riprendersi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |