Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμύθητος
επίθετο 1 indescrivi`bile; indici`bile; inesprimi`bile; inenarra`bile 2 ((per estensione)) eno`rme; straordina`rio συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη==ha accumulato enormi ricchezze permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |