Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αμυλούχος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αμυλούχος  
επίθετο

amida`ceo; che contie`ne a`mido

αμυλώδης
επίθετο

lo stesso che [αμυλούχος ^-α/-ος, -ο^]

permalink
‹ αμυλόκολλα
άμυνα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αμυλάση {-ης κ. -ά...
αμυλικός [επίθ.]
αμύλιο [ουσ ουδ.]
άμυλο {αμύλου | ...
αμυλόκολλα [θηλ.ουσ]
αμυλούχος [επίθ.]
αμυλώδης {αμυλώδ-ου...
άμυνα {-ας κ. -ύ...
αμύνομαι {αμύνθηκα}...
αμυνόμενος [επίθ.]
αμυντικός [επίθ.]
αμυχή [θηλ.ουσ]
αμφεταμίνη {αμφεταμιν...
άμφια {αμφίων}
αμφιβάλλω {αμφέβαλα}...
αμφίβιο [ουσ ουδ.]
αμφίβιος [επίθ.]
αμφιβληστροειδής {αμφιβληστ...
αμφιβληστροειδικός [επίθ.]
αμφιβληστροειδίτιδα [θηλ.ουσ]


{{ID:AMYLOYCOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti