Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμυλούχος  
επίθετο

amida`ceo; che contie`ne a`mido

αμυλώδης
επίθετο

lo stesso che [αμυλούχος ^-α/-ος, -ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμυλόκολλα άμυνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---