Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμύνομαι  
ρήμα παθητικό

dife`ndersi αμύνομαι του πατρίου εδάφους==difendere il patrio suolo | αμύνθηκαν ηρωικά==si difesero eroicamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άμυνα αμυνόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---