Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμυδρός
επίθετο indisti`nto; fie`vole; fio`co; te`nue; lie`ve μια αμυδρή ανάμνηση==un ricordo indistinto | διακρινόταν ένα αμυδρό φως==si intravedeva una fioca luce | μια αμυδρή υποψία==un lieve sospetto αμυδρότατος επίθετο superlativo di [αμυδρός] αμυδρότερος επίθετο comparativo di [αμυδρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |