Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμοιβή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 compe`nso ~m~; retribuzio`ne ~f~ προσφέρεται αμοιβή για τη σύλληψη των δραστών==si offre una ricompensa per la cattura dei malviventi
2 di professionisti parce`lla ~f~; onora`rio ~f~
3 ricompe`nsa ~f~; compenso ~m~; rimunerazio`ne ~f~ ηθική αμοιβή==ricompensa morale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμοιβαιότητα αμοίραγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---