Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμοιβάδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

amebi`asi ~f~

αμοιβάδωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αμοιβάδωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμοιβαδοειδής αμοιβαία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---