Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμολημένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αμολάω]

αμολυμένος
επίθετο

variante di [αμολημένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμολέρνω αμολιέμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---