Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αμοργιανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αμοργιανός ^-ού, ο^]
2 abitante ~f~ dell'isola di Amorgos (Αμοργός)

Αμοργιανό
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [Αμοργιανός]

Αμοργιανός  
ουσιαστικό αρσενικό

abitante ~m~ dell'isola di Amorgos (Αμοργός)

Αμοργινός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [Αμοργιανός]

Αμοργίτης
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [Αμοργιανός ^-ού, ο^]

Αμοργίτρια
ουσιαστικό θηλυκό

lo stesso che [Αμοργιανή ^-ής, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμοραλίστρια Αμοργό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---