Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμορόζα
ουσιαστικό θηλυκό

innamorata

αμορούζος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αμορόζος]

αμορούντζα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αμορόζα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αμοργό αμορτισέρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---