Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμούστακος  
επίθετο

1 senza baffi
2 ((per estensione)) imbe`rbe είναι ακόμη αμούστακο παιδί==è ancora uno sbarbatello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμουσία αμούχλιαγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---