Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άμπακας  
ουσιαστικό αρσενικό

aba`co ~m~ τρώω τον άμπακο==abbuffarsi come un maiale

άμπακος
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [άμπακας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμπαζούρ αμπαλάζ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---