Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άμοιρος  
επίθετο

1 sfortuna`to; sventura`to; malcapita`to; disgrazia`to η άμοιρη η μάνα του έκανε ό,τι μπορούσε==quella poveretta di sua madre ha fatto ciò che poteva
2 privo άμοιρος παιδείας==privo di istruzione | άμοιρος ευθυνών==privo di responsabilità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμοιρολόητος αμόκ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---