Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμολάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αμολώ]

αμολιέμαι
ρήμα παθητικό

1 co`rrere
2 scaglia`rsi

αμολώ  
ρήμα μεταβατικό

1 molla`re; allenta`re αμολάω σκοινί==allentare una corda | αμόλησαν τις πρυμάτσες==hanno mollato gli ormeggi
2 sguinzaglia`re; libera`re dal guinza`glio αμολάω ένα σκυλί==sguinzagliare un cane
3 ((figurato)) sguinzaglia`re alle calca`gna η αστυνομία αμόλησε τα λαγωνικά της==la polizia sguinzagliò i suoi segugi
4 ((figurato)) ammolla`re; appioppa`re; affibbia`re μού αμόλησε μια ξανάστροφη==gli ha appioppato un manrovescio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμόκ αμολέρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---