Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμιγής  
επίθετο

1 che non contie`ne impurità; non mischia`to; puro αμιγής χρυσός==oro puro
2 φυλή puro; senza incro`ci αμιγής φυλή==razza pura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμιαντοτσιμέντο αμιδικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---