Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αμίαντο

GrecoItaliano

Display virtual keyboard interface
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αμίαντο  
ουσιαστικό ουδέτερο

mineralogia amia`nto ~m~

permalink
‹ αμήχανος
αμίαντος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αμή δε [επίρ.]
αμήν [επιφ.]
αμηνόρροια {χωρ. πληθ...
αμηχανία {χωρ. πληθ...
αμήχανος [επίθ.]
αμίαντο {αμιάντου}
αμίαντος [επίθ.]
αμίαντος {αμιάντ-ου...
αμιαντοτσιμέντο [ουσ ουδ.]
αμιγής {αμιγ-ούς ...
αμιδικός [επίθ.]
αμίδιο [ουσ ουδ.]
αμίλητος [επίθ.]
άμιλλα {χωρ. πληθ...
αμιλλώμαι {αμιλλάται...
αμίμητα [επίρ.]
αμίμητος [επίθ.]
αμίνη {αμινών}
αμινικός [επίθ.]
αμινοξέα [ουσ ουδ πληθ.]

Display virtual keyboard interface

{{ID:AMIANTO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti