Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμίλητος  
επίθετο

1 silenzio`so; tacitu`rno
2 ta`cito έκαναν όλο το ταξίδι αμίλητοι==hanno fatto tutto il viaggio in silenzio | ήπιε το αμίλητο νερό==non ha aperto bocca; è stato muto come un pesce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμίδιο άμιλλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---