Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμισθί  
επίρρημα

senza compe`nso; senza remunerazio`ne; gratis; a ti`tolo gratu`ito; gratuitame`nte

αμιστί
επίρρημα

variante di [αμισθί]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμιράλες άμισθος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---