Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμηχανία
ουσιαστικό θηλυκό imbara`zzo ~m~; disa`gio ~m~ φέρνω σε αμηχανία==mettere in imbarazzo | η αμηχανία του ήταν ολοφάνερη==il suo imbarazzo era più che evidente permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαφέρνω σε αμηχανία = mettere in imbarazzo || βρίσκομαι σε αμηχανία = sentirsi a disagio || μία ερώτηση που προκαλεί αμηχανία = una domanda [θηλ.] imbarazzante || μία κατάσταη που προκαλεί αμηχανία = una situazione [θηλ.] imbarazzante Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |