Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμήχανος  
επίθετο

imbarazza`to; a disa`gio αμήχανο χαμόγελο==sorriso imbarazzato | φαινόταν πολύ αμήχανος στη συνέντευξη==durante l'intervista sembrava molto a disagio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμηχανία αμίαντο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---