Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμφορέας
ουσιαστικό αρσενικό storia a`nfora ~f~ αμφορεύς ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αμφορέας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |