Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμβλύτης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αμβλύτητα] αμβλύτητα ουσιαστικό θηλυκό 1 igna`via ~f~ 2 ottusità ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |