Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμβλύνω
ρήμα μεταβατικό 1 smussa`re; ottu`ndere 2 ((figurato)) attenua`re; indeboli`re ο χρόνος θα αμβλύνει τον καημό του==il tempo attenuerà la sua pena permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |