Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμβλύνω  
ρήμα μεταβατικό

1 smussa`re; ottu`ndere
2 ((figurato)) attenua`re; indeboli`re ο χρόνος θα αμβλύνει τον καημό του==il tempo attenuerà la sua pena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άμβλυνση αμβλύς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---