Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμβλύς  
επίθετο

1 ottu`so αμβλεία γωνία==angolo ottuso
2 di lama smussa`to αμβλύ σπαθί==spada smussata
3 ((figurato)) de`bole; te`nue; lie`ve; fio`co ένιωθε ακόμη έναν αμβλύ πόνο==sentiva ancora un lieve dolore

αμβλύτερος
επίθετο

comparativo di [αμβλύς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμβλύνω άμβλυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---