Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άμβυξ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [άμβωνας]

άμβωνας  
ουσιαστικό αρσενικό

ecclesiastico pu`lpito ~m~

άμπωνας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [άμβωνας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άμβυκας αμέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---