Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμείωτος
επίθετο 1 non rido`tto; non diminui`to; inte`ro 2 continua`to; conti`nuo; costa`nte; ininterro`tto αμείωτο ενδιαφέρον==interesse costante 3 ((figurato)) inta`tto; i`ntegro αμείωτη υπόληψη==reputazione intatta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |