Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμελέστατος
επίθετο

superlativo di [αμελής]

αμελέστερος
επίθετο

comparativo di [αμελής]

αμελής  
επίθετο

1 neglige`nte; trascura`to; noncura`nte αμελής υπάλληλος==impiegato negligente
2 τεμπέλης svoglia`to αμελής μαθήτρια==alunna svogliata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμελεία αμελέτητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---