Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑμερικανίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αμερικάνος ^-ου, ο^] 2 america`na ~f~; abita`nte ~f~ dell'Ame`rica Αμερικανός ουσιαστικό αρσενικό america`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Ame`rica Αμερικάνος ουσιαστικό αρσενικό america`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Ame`rica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |