Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άμβλυνση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 allentame`nto ~m~
2 ottundime`nto ~m~
3 smussatu`ra ~f~

άμβλυση
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [άμβλυνση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμβλύνους αμβλύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---