Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμαύρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 annerime`nto ~m~ 2 ((figurato)) offuscame`nto ~m~; appanname`nto ~m~; ottenebrame`nto ~m~; il macchia`re ~m~ αμαύρωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αμαύρωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |