Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμαυρώνομαι
ρήμα παθητικό

1 appanna`rsi
2 eclissa`rsi
3 offusca`rsi

αμαυρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 anneri`re ο καπνός αμαύρωσε τους τοίχους==il fumo ha annerito le pareti
2 ((figurato)) offusca`re; appanna`re; macchia`re αμαύρωσε το καλό όνομα της οικογένειάς του==ha macchiato il buon nome della famiglia | το γεγονός αυτό αμαύρωσε την εικόνα του==quel fatto offuscò la sua immagine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμαυρωμένος αμαύρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---