Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλματώδης  
επίθετο

ra`pido; vertigino`so αλματώδης πρόοδος==progresso vertiginoso | αλματώδης εξέλιξη==sviluppo vertiginoso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλμανάκ αλματωδώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---