Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάλμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 salto ~m~ 2 sport salto ~m~ άλμα επί κοντώ==salto con l'asta | άλμα εις μήκος==salto in lungo | άλμα εις ύψος==salto in alto | άλμα τριπλούν==salto triplo 3 ((figurato)) balzo ~m~ η οικονομία μας προχωρεί με άλματα==la nostra economia sta facendo passi da gigante permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο άλμα επί κοντώ = salto [αρσ.] con l'asta || το άλμα εις ύψος = salto [αρσ.] in alto || το άλμα εις μήκος = salto [αρσ.] in lungo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |