GrecoItaliano


άλμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 salto ~m~
2 sport salto ~m~ άλμα επί κοντώ==salto con l'asta | άλμα εις μήκος==salto in lungo | άλμα εις ύψος==salto in alto | άλμα τριπλούν==salto triplo
3 ((figurato)) balzo ~m~ η οικονομία μας προχωρεί με άλματα==la nostra economia sta facendo passi da gigante

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το άλμα επί κοντώ = salto [αρσ.] con l'asta || το άλμα εις ύψος = salto [αρσ.] in alto || το άλμα εις μήκος = salto [αρσ.] in lungo



Sfoglia il dizionario




{{ID:ALMA100}}
---CACHE---