Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλήθεια
ουσιαστικό θηλυκό verità ~f~ γυμνή αλήθεια==verità nuda e cruda | ωμή αλήθεια==verità nuda e cruda | υπάρχει μια δόση αλήθειας σ' αυτό που λες==c'è un pizzico di verità in quello che dici | αυτή είναι η καθαρή αλήθεια==è la pura verità | αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια==è una verità sacrosanta | ορός αλήθειας==siero della verità | για να λέμε την αλήθεια==a dire il vero | μα την αλήθεια!==parola d'onore! || ti giuro sulla mia parola! αλήθεια επίρρημα 1 verame`nte; davve`ro; sul se`rio 2 a propo`sito είναι στ' αλήθεια καλή στη δουλειά της==è davvero brava nel suo lavoro | αλήθεια το λέω==parlo seriamente; dico sul serio | αλήθεια;==davvero?; sul serio? | αλήθεια, πότε συναντηθήκατε==a proposito, quando vi siete incontrati? αλήθεια! επιφώνημα addirittu`ra! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαδεν είναι καθόλου αλήθεια = non è affatto vero || αλήθεια ή ψέματα; = vero o falso? Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |