Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαληθινός
επίθετο 1 vero; veritie`ro; rea`le ένα αληθινό και όχι φανταστικό πρόσωπο==è un personaggio reale, non fantastico | αληθινό μαργαριτάρι==perla vera | βγήκαν αληθινές οι προβλέψεις μου==le mie previsioni si sono avverate 2 γνήσιος aute`ntico η υπογραφή είναι αληθινή==la firma è autentica αληθινότατος επίθετο superlativo di [αληθινός] αληθινότερος επίθετο comparativo di [αληθινός] αληθινώτατος επίθετο superlativo di [αληθινός] αληθινώτερος επίθετο comparativo di [αληθινός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |