Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαληθεύει
ρήμα απρόσωπο è vero; rispo`nde al vero δεν αληθεύει ότι…==non risponde a verità che… αληθεύω ρήμα αμετάβατο verifica`rsi; avvera`rsi; attua`rsi; risulta`re vero αλήθεψαν οι φόβοι του==i suoi timori si sono avverati permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |