Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλαζονεία  
ουσιαστικό θηλυκό

arroga`nza ~f~; supe`rbia ~f~; presunzio`ne ~f~; bo`ria ~f~

αλαζονία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλαζονεία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλαζόνας αλαζονεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---